επεργασία

επεργασία
ἐπεργασία, η (Α) [επεργάζομαι]
παράνομη καλλιέργεια ξένης, και ειδικά ιερής, γης («ἐπικαλοῡντες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», Θουκ.)
2. το δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ' εἶναι καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας», Ξεν.)
3. συζήτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπεργασίᾳ — ἐπεργασίαι , ἐπεργασία cultivation of another s land fem nom/voc pl ἐπεργασίᾱͅ , ἐπεργασία cultivation of another s land fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεργασίας — ἐπεργασίᾱς , ἐπεργασία cultivation of another s land fem acc pl ἐπεργασίᾱς , ἐπεργασία cultivation of another s land fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεργασίαν — ἐπεργασίᾱν , ἐπεργασία cultivation of another s land fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεργασιῶν — ἐπεργασία cultivation of another s land fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”